κατάθεση

κατάθεση
η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι]
νεοελλ.
1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου»)
2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό
3. το κατατεθειμένο ποσό
4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε ναό
5. φρ. α) «κατάθεση όπλων» — παράδοση, συνθηκολόγηση
β) «κατάθεση μάρτυρα» — γραπτή ή προφορική μαρτυρία σε δικαστήριο ή άλλη αρχή
γ) «κατάθεση εντολής» — παραίτηση από αναληφθείσα εντολή, ιδίως σχηματισμού κυβέρνησης
μσν.
1. συμβιβασμός, συμφωνία
2. ύπαρξη μιας ιδιότητας σε κάποιον
μσν.-αρχ.
βεβαίωση, επιβεβαίωση
αρχ.
1. τοποθέτηση καταβολάδων στη γη
2. φύτευμα
3. πληρωμή χρημάτων
4. κατάπαυση («κατάθεσις πολέμου»)
5. ιατρ. ανάταξη μέλους
6. υπόσχεση, ομολογία
7. διευθέτηση
8. ταφή, ενταφιασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατάθεση — η 1.απόθεση, απίθωμα: Έγινε η κατάθεση του θεμέλιου λίθου. 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό: Έχει καταθέσεις σε πολλές τράπεζες. 3. μαρτυρική κατάθεση, μαρτυρία: Του πήρε κατάθεση ο ανακριτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Коррупционный скандал с компанией «Siemens» в Греции — Политический скандал относительно коррумпированности и взяточничества разгорелся в 2008 году, когда были уличены подробности сотрудничества Siemens и правительства Греции во главе с премьер министром Костасом Симитисом в период подготовки к… …   Википедия

  • οικονομικά μαθηματικά — Το σύνολο των μαθηματικών γνώσεων, που χρησιμοποιεί η οικονομία. Τελευταία τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται, σε συνεχώς μεγαλύτερη έκταση, στην οικονομική θεωρία και πράξη. Στην οικονομική θεωρία με τη χρησιμοποίηση μαθηματικών μεθόδων (αλγεβρικές… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • Икономопулос, Никос — Никос Икономопулос Выступление в Thea Nightclub, Афины …   Википедия

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • παρακατάθεση — η 1. η ενέργεια τού παρακαταθέτω, κατάθεση, παράδοση, σε πρόσωπο ή οργανισμό χρημάτων ή κινητών αντικειμένων για φύλαξη ή για παραλαβή από τον υπερήμερο δανειστή 2. (νομ.) η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τον οφειλέτη τού… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”